αντικυβερνητικός

αντικυβερνητικός
-ή, -ό
1. αντίθετος προς την κυβέρνηση («αντικυβερνητικές διαδηλώσεις»)
2. αυτός που αναπληρώνει την κυβέρνηση («η Αντικυβερνητική Επιτροπή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + κυβερνητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1827 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντικυβερνητικός — ή, ό ο εχθρικός προς την κυβέρνηση: Αντικυβερνητικά στοιχεία δημιούργησαν επεισόδια έξω από τη βουλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”