- αντικυβερνητικός
- -ή, -ό1. αντίθετος προς την κυβέρνηση («αντικυβερνητικές διαδηλώσεις»)2. αυτός που αναπληρώνει την κυβέρνηση («η Αντικυβερνητική Επιτροπή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + κυβερνητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1827 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.